Κράτος και διαχείριση κρίσεων: Αν δεν μετρηθεί, δεν μπορεί να διοικηθεί.

Δρ Κωνσταντίνος Παπαδημητρίου, Εμπειρογνώμονας Δημόσιας Διοίκησης, Διδάκτωρ ΕΚΠΑ, Πρόεδρος ΔΣ Διοικητικού Επιμελητηρίου

Δρ Χριστίνα Μπαρμπαρούση, Περιφερειολόγος, Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια ΕΚΠΑ, Ειδική Γραμματέας Περιφερειακής Πολιτικής Διοικητικού Επιμελητηρίου

Από τη δεκαετία του ’70, είχε αναδειχθεί η εγγενής τρωτότητα των αυταρχικών καθεστώτων καθώς και το έλλειμμα πληροφόρησης, που αυτά έχουν. Ομοίως και οι αυτοκρατορίες, στην πραγματικότητα, δεν είναι ανώτερες από τη δημοκρατία. Τα αυταρχικά καθεστώτα μπορούν να ενεργήσουν γρήγορα και αποφασιστικά για τη διαχείριση μιας κρίσης, αλλά μπορούν, επίσης, να κάνουν τεράστια λάθη, επειδή κανείς δεν μπορεί να τους πει πότε κάνουν λάθος. Εντούτοις, και στις πιο ισχυρές δημοκρατίες είναι πιθανό να συμβούν λάθη, καθώς η στρατηγική για τη διαχείριση των κρίσεων, όταν υπάρχει, δεν είναι τόσο αποτελεσματική αυτή καθεαυτή, αλλά ο αντίκτυπός της εξαρτάται από γνωστούς παράγοντες, όπως: το μέγεθος και τη γεωγραφική θέση μιας χώρας, τη δημογραφική κατάσταση, τη διάρθρωση των τομέων παραγωγής, τη διοικητική, τη δημοσιονομική και υγειονομική ικανότητα του κράτους καθώς και την ικανότητα του πληθυσμού να κρίνει τον ορθολογισμό των κυβερνητικών μέτρων για τον περιορισμό των επιπτώσεων μετά από μια κρίση ή μια καταστροφή. Όμως, τι γίνεται στις περιπτώσεις των χωρών, που δεν διαθέτουν στρατηγική κουλτούρα; Πώς θα αντιμετωπίσουν οποιονδήποτε κίνδυνο στο επιχειρησιακό πεδίο; Και πολύ περισσότερο στα κράτη των ενωμένων οικονομιών, στα οποία, ωστόσο, δεν προβλέπεται ένωση των πολιτικών, παρά τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης αλυσιδωτών αντιδράσεων, διαταραχών και μετάδοσης των επιπτώσεών τους από τη μία κοινωνία στην άλλη και, άρα, με αυξημένη ανάγκη διαμόρφωσης στρατηγικής αντιμετώπισης. Επομένως, είναι αναγκαία δύο στοιχεία: αφενός, η διάδοση της επιχειρησιακής κουλτούρας ως στόχου αντιμετώπισης των κινδύνων, των κρίσεων και των καταστροφών, αφετέρου, ένα αποτελεσματικό σύστημα διάχυσης – επικοινωνίας αυτής της κουλτούρας εντός και εκτός του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος.

Συνεπώς, πρόκειται για την αναγκαιότητα επέκτασης της πληροφορίας. Η επέκταση γίνεται στο μαθηματικό μέρος του στρατηγικού σχεδιασμού με την προσθήκη της πληροφορίας ως μεταβλητής. Επιτρέπει την πλήρη αποκάλυψη των δεδομένων μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών για την πορεία της διαχείρισης μιας κρίσης. Μόνο έτσι καθορίζεται η ικανοποιητική έκβαση της εκτέλεσης ενός σχεδίου διαχείρισης κρίσεων για την προάσπιση του συλλογικού συμφέροντος της περιοχής ενδιαφέροντος. Ως εκ τούτου, ο κοινός παρονομαστής τόσο στα αυταρχικά όσο και στα δημοκρατικά καθεστώτα, ο οποίος ορίζει την πορεία της διαχείρισης μιας κρίσης είναι η (τέλεια ή ατελής) πληροφόρηση. Οπότε, γίνεται φανερό, ότι σημασία έχει η πηγή της πληροφορίας. Για την ακρίβεια, η πηγή από την οποία προέρχεται μια πληροφορία έχει σημασία, διότι αν προέρχεται από φορείς απόφασης με κοινωνικά κριτήρια, μετατρέπει τη στρατηγική αντιπαράθεσης των ατομικών στρατηγικών νίκης σε στρατηγική συνεργασίας για την κοινωνική ανάγνωση μιας κρίσης. Με άλλα λόγια, υπάρχει κοινωνικός λόγος αποκάλυψης της πληροφορίας. Επιπλέον, η πηγή έχει σημασία, διότι όταν η πληροφορία προέρχεται από την ίδια πηγή, δεν μπορεί ο ένας να την ερμηνεύει διαφορετικά και κάποιος άλλος διαφορετικά. Αντιβαίνει στις αρχές του εργαλειακού ορθολογισμού των λογικών ανθρώπων.

Άρα, το σημείο κλειδί για την αποτελεσματική διαμόρφωση του πλαισίου διαχείρισης κρίσεων μιας περιοχής του γεωγραφικού χώρου είναι τα εμπειρικά δεδομένα. Τα εμπειρικάδεδομένα είναι αναγκαίο να συμπληρώνουν και όχι να υποκαθιστούν τις αρχές της στρατηγικής ως τρόπου επίτευξης ενός αποτελέσματος, διότι δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της υφιστάμενης κατάστασης, με βάση την οποία θα συντεθεί το πλαίσιο, καθώς τόσο υπό φυσιολογικές συνθήκες όσο και σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης για να διοικηθεί μια χωρική, εδαφική, οικονομική, διοικητική, λειτουργική μονάδα, είναι απαραίτητο να μετρηθεί. Και όπως έχει κατ’ επανάληψη λεχθεί στο χώρο της διοικητικής επιστήμης, ό,τι μετριέται, μετράει και ως συνέπεια μιας τέτοιας πρακτικής, το διοικητικό σύστημα όσο μετρά, μαθαίνει (Μιχαλόπουλος). Σύμφωνα με τις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής για μαθησιακές οργανώσεις (Νονάκα – Τακεούτσι), ένας κρατικός μηχανισμός που μπορεί να μαθαίνει και στη συνέχεια, να ενσωματώνει τα δεδομένα της μάθησης στο σύστημα διαχείρισης της γνώσης, το οποίο με τη σειρά του τροφοδοτεί το σύστημα λήψης αποφάσεων, ενισχύει την ικανότητά του να παρεμβαίνει αποτελεσματικά στη ρέουσα πραγματικότητα και να μειώνει την αβεβαιότητα, που δημιουργεί.  

Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν την ξεκάθαρη επιλογή εκ μέρους των κυβερνώντων των χωρών να λαμβάνουν τις αποφάσεις αποτελεσματικής αντιμετώπισης των ενδεχόμενων κρίσεων και να αναλαμβάνουν τα σχετικά κόστη: διοικητικά (οργανωσιακές ανακατατάξεις, εκχωρήσεις εξουσίας, αναθέσεις αρμοδιοτήτων, κατάλληλη στελέχωση κ.ά.), οικονομικά (νέες λειτουργίες, προμήθειες εξοπλισμού, συντήρηση εργαλείων) και επικοινωνιακά (προβλέψεις κινδύνων, διάλυση εφησυχασμού της κοινωνίας, δημιουργία κατάστασης εγρήγορσης κ.ά.).

Μια τέτοια ξεκάθαρη απόφαση απαιτείται στη συνέχεια, να μετατραπεί σε συγκεκριμένη, ολοκληρωμένη και συνεκτική δημόσια πολιτική διαχείρισης κρίσεων, όχι μόνο ενδημικών (π.χ. πυρκαγιές), αλλά γενικότερων (π.χ. η πανδημία λόγω του covid-19). Αυτή με τη σειρά της, απαιτείται να είναι τόσο ρεαλιστική και μελετημένη, ώστε να μπορεί χωρίς δυσκολίες να μετουσιωθεί σε επιχειρησιακά σχέδια και, εν τέλει, σε απτή πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα, όμως, που θα διασώζει ζωές, περιουσίες, το φυσικό περιβάλλον, τα πολιτιστικά αγαθά και τις συνήθεις ρουτίνες, που καθιστούν την ανθρώπινη διαβίωση ικανοποιητική. Μια τέτοια πραγματικότητα βέβαια, καταρχάς πρόβλεψης – πρόληψης κινδύνων και στη συνέχεια επιτυχούς αντιμετώπισής τους με το μικρότερο δυνατό κόστος, θα ενισχύσει το ηθικό πλεονέκτημα του Κράτους και θα εμπεδώσει την πίστη στις συλλογικές Αξίες. Φυσικά, αντιμέτωποι με τη διαμόρφωση μιας τέτοιας δημόσιας πολιτικής, κυβερνώντες και κοινωνίες, οφείλουν να πάρουν ρίσκο. Η αβεβαιότητα σε τέτοιας φύσεως ζητήματα είναι εγγενώς αδιάπτωτη. Αν δεν αναδεχθούμε, όμως, τους όποιους κινδύνους εργαζόμενοι στοχαστικά πάνω στη διαμόρφωση – ανάπτυξη τέτοιων πολιτικών, δεν θα δημιουργήσουμε το καινούριο.

Εν κατακλείδι, η καλή πολιτική διαχείρισης των κρίσεων εξαρτάται από την καλή μέτρηση του τι συμβαίνει στην περιοχή συνολικά. Όπως και σε κάθε τομέα της κοινωνικής, της οικονομικής και της πολιτικής ζωής…

Συνδέστε μας με τα κοινωνικά δίκτυα: