Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια…
Η καταλληλότερη στιγμή για τη μεταρρύθμιση ήταν μετά τις εκλογές του 2004 ή του 2009. Τώρα οι συνθήκες είναι δυσμενέστερες
Η πιο επικίνδυνη στιγμή στην πορεία μιας «κακής» κυβέρνησης είναι όταν αυτή επιχειρεί να κάνει μεταρρυθμίσεις, γράφει ο Τοκβίλ. Οχι μόνο διότι οι μεταρρυθμίσεις που σχεδιάζονται και προωθούνται από μια τέτοια κυβέρνηση θα αντανακλούν κατά πάσα πιθανότητα τον χαρακτήρα της, αλλά ακόμα και αν είναι σωστές και αναγκαίες, δύσκολα μπορεί να απεξαρτηθούν από το γενικότερο πλαίσιο ώστε να τελεσφορήσουν.
Ελπίζοντας ότι τα παραπάνω δεν ισχύουν κατ’ ανάγκην εις τα καθ’ ημάς, ήτοι, ούτε η κυβέρνηση είναι «κακή», ούτε οι μεταρρυθμίσεις που προωθεί είναι άστοχες, η ανησυχία μας εν τούτοις δεν μειώνεται, ούτε οι επιφυλάξεις μας αίρονται ακούγοντας τα μέτρα του νέου μνημονίου. Η απλούστερη παρατήρηση θα είχε να κάνει με το ζήτημα του χρόνου και τη συγκυρία εξαγγελίας των νέων μέτρων – «έστιν ουν καιρός…». Ή με άλλη διατύπωση – «τέτοια ώρα τέτοια λόγια…».
Οπως γνωρίζουν όσοι ασχολούνται κάπως συστηματικά με τη θεωρία και τη μεθοδολογία των μεταρρυθμίσεων, το λεγόμενο «παράθυρο ευκαιρίας» για την προώθηση και την εφαρμογή τους συναρτάται ουσιαστικά από τρεις καίριες μεταβλητές: την κρίση στη λειτουργία του συστήματος, τη γενικότερη συνειδητοποίησή της και τη συναίνεση για την αντιμετώπισή της και τη νωπή λαϊκή εντολή για το εγχείρημα αυτό.
Χωρίς τα στοιχεία αυτά να προσδιορίζουν κατ’ απόλυτο τρόπο κάποια απαρέγκλιτη νομοτέλεια, οριοθετούν ενδεικτικά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα στην παρούσα συγκυρία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι καταλληλότερη ήταν η στιγμή μετά τις εκλογές του 2009 ή μετά από αυτές του 2004. Ατυχώς, ο πολιτικός κόσμος υποτίμησε το πρόβλημα, ενώ η κοινωνία επέδειξε εφησυχασμό. Ετσι φτάσαμε στο σημείο που βρισκόμαστε και υπό πολύ δυσμενέστερες συνθήκες και με κλονισμένη την εμπιστοσύνη ή το κεφάλαιο της πειθούς επιχειρούμε να μεταβάλουμε εν σπουδή το κρατούν «δόγμα» οργάνωσης και διοίκησης του κράτους.
Το καλύτερο ή πιο επιτελικό κράτος ίσως κάνει πλέον λιγότερα πράγματα, αλλά πρέπει να τα κάνει καλύτερα. Ενδείκνυται, η εστίαση των μεταρρυθμίσεων σε ορισμένα καίρια προβλήματα που απαντούν στη διοίκηση της χώρας, μετά από διαβούλευση με εκείνους που γνωρίζουν τα πράγματα έσωθεν. Ετσι, για να περιοριστούμε σε ορισμένα παραδείγματα, τι άραγε θα προσέφερε το σχέδιο για την περιγραφή των αρμοδιοτήτων του πρωθυπουργού και τον ρόλο του στον διυπουργικό συντονισμό; Αυτά προσδιορίζονται αρκούντως από το Σύνταγμα της χώρας και την ισχύουσα νομοθεσία. Εκείνο που θα άξιζε να απαντηθεί είναι γιατί χρειαζόμαστε δύο Γενικές Γραμματείες στο κέντρο της διακυβέρνησης.
Εξάλλου, γιατί χρειάζονται δύο συναρμόδια υπουργεία (Εσωτερικών και Διοικ. Μεταρρύθμισης) για τα θέματα της δημ. διοίκησης; Ενα και ενιαίο με έναν μόνο υπουργό και έναν μόνιμο υπηρεσιακό υφυπουργό αρκεί. Αν θέλουμε να είμαστε ακόμα πιο ριζοσπαστικοί, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε γιατί χρειάζεται κάθε υπουργείο να έχει τη δική του ξεχωριστή υπηρεσιακή δομή για τα θέματα διοικητικής οργάνωσης, διοίκησης προσωπικού και οικονομικής διαχείρισης.
Στο πλαίσιο μιας πιο επιτελικής δομής της κεντρικής διοίκησης, οι ως άνω υπηρεσίες θα μπορούσαν να συγχωνευθούν και να ενταχθούν στα υπουργεία Εσωτερικών και Οικονομίας. Είναι ανεδαφικό να εκτιμάται ότι σε δύο μήνες θα «ενισχυθεί η ηγεσία στον τομέα διαχείρισης ανθρώπινων πόρων» σε μια διοίκηση της οποίας τα εμπειρότερα στελέχη απομακρύνονται λόγω «εφεδρείας», τα δε νεότερα δολιχοδρομούν στον λαβύρινθο του κομματισμού και της πελατοκρατίας. Προτιμότερη είναι η άμεση συγχώνευση των 890 κλάδων προσωπικού σε βασικούς διυπουργικούς κλάδους με διακριτή δομή διοίκησης και οργάνωσης.
Με την ευχή και την ελπίδα ότι το 2012, που ήδη ανακηρύχθηκε σε έτος μεταρρύθμισης του κράτους, δεν θα αποβεί το ίδιο άτυχο όπως και το 1965 (που και εκείνο είχε βαφτιστεί παρομοίως), η εναγώνια απορία του Μακρυγιάννη εξακολουθεί να ισχύει: «ποίον έθνος χωρίς διοίκησιν και νόμους ευδοκίμησεν και δεν εχάθη;».