Πρόλογος
του Καθηγητή Ι. Παπαδημόπουλου, Τμ. Δ.Δ.Ε.
Το βιβλίο που έχω τη χαρά να προλογίζω παρουσιάζει κατά τρόπο περιεκτικό και απλουστευμένο τη λειτουργία και την εν γένει οργάνωση της δημόσιας διοίκησης του ελληνικού κράτους εντός του εθνικού και ενωσιακού πολιτικοοικονομικού συστήματος. Έχει κυρίως εκπαιδευτικό προσανατολισμό και απευθύνεται στους φοιτητές των τμημάτων Πολιτικής, Διοικητικής και Οικονομικής Επιστήμης. Συγχρόνως αποτελεί ένα χρήσιμο βοήθημα για κάθε επιστήμονα και ερευνητή που θα ήθελαν να διαμορφώσουν μια συνολική εικόνα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης από τη σύσταση του ελληνικού κράτους μέχρι τη σημερινή εποχή του Μνημονίου και να λάβουν απαντήσεις σε καίρια ζητήματα/αστοχίες της ακολουθούμενης πολιτικής διοικητικής ανάπτυξης.
Ο Γεώργιος Ασπρίδης εκθέτει και σχολιάζει στο βιβλίο του όλες τις κεντρικές έννοιες και κρίσιμα μεγέθη που αποτελούν τους αναγκαίους όρους για μια εισαγωγική θεώρηση της πολιτικής και διοικητικής οργάνωσης του ελληνικού κράτους, συμβάλλοντας δίχως αμφιβολία όχι μόνον στην κατανόηση της σύγχρονης οντολογίας της ελληνικής δημόσιας διοίκησης αλλά και στη συνάρθρωση αυτής με το πολιτικοοικονομικό σύστημα και την κοινωνία. Η συμβολή αυτή ενισχύεται με την επιχειρούμενη διεπιστημονική προσέγγιση των πολύπλοκων δομικών και λειτουργικών προβλημάτων του ελληνικού διοικητικού κράτους που ανέδειξε επιτακτικά η σοβούσα οικονομική κρίση. Από την προσέγγιση αυτή έχουν ασφαλώς να κερδίσουν πολλά τόσο το δίκαιο και η οικονομία όσο και η πολιτική και η κοινωνία.
Το πρώτο κεφάλαιο αποτυπώνει τη συνολική εικόνα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης μέσα από τη διαδρομή των 190 περίπου χρόνων από την Επανάσταση του 1821 έως σήμερα, η οποία αποτελεί την αναγκαία βάση για τη μύηση του αναγνώστη στη θεματολογία που έπεται. Ταυτοχρόνως ο συγγραφέας αναδεικνύει τις εγγενείς αδυναμίες της δημόσιας διοίκησης και της δημόσιας πολιτικής, καθότι οι ρίζες των αδυναμιών αυτών σχετίζονται άμεσα με τον τρόπο που διαμορφώθηκε ιστορικά το Ελληνικό Κράτος, το πολιτικοδιοικητικό σύστημα και η συνάρθρωσή του με την κοινωνία. Στο τέλος του κεφαλαίου αυτού ο συγγραφέας ασχολείται με σύγχρονες μεθόδους διοικητικής οργάνωσης που βασίζονται στο «νέο δημόσιο μάνατζμεντ», στη «διοίκηση διά στόχων» και στη «διοίκηση ολικής ποιότητας».
Το δεύτερο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην πολιτειακή και πολιτική οργάνωση του ελληνικού κράτους, ήτοι της Δημόσιας Διοίκησης ως μέρους του πολιτικού συστήματος. Παρουσιάζονται ο ρόλος και οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Πρωθυπουργού, των Υπουργείων καθώς και των πολιτικών κομμάτων και αναλύονται το κοινοβουλευτικό σύστημα και τα γνωστά εκλογικά συστήματα. Τέλος, δεν παραβλέπεται να τονιστεί ο ρόλος της εκπαίδευσης σχετικά με τη δημιουργία πολιτικά σκεπτόμενων πολιτών.
Στο τρίτο κεφάλαιο αναλύεται το ζήτημα της τοπικής αυτοδιοίκησης και εν γένει της διοικητικής αποκέντρωσης, όπως διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα. Ειδική μνεία γίνεται στη διάρθρωση της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως αυτή διαμορφώνεται θεσμικά, τόσο στο επίπεδο του Συντάγματος όσο και στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας για την οργανωτική συγκρότηση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης.
Το τέταρτο κεφάλαιο πραγματεύεται τα σύγχρονα ζητήματα που αφορούν στη συγκρότηση του δημοσιοϋπαλληλικού σώματος, στην έννοια του δημοσίου υπαλλήλου, στις μεθόδους επιλογής και αξιολόγησης της απόδοσης των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς επίσης θίγεται και το αμφιλεγόμενο ζήτημα της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα με σύμβαση έργου ή ορισμένου χρόνου.
Το πέμπτο κεφάλαιο αναφέρεται στο ιδιαίτερα σημαντικό και πλέον επίκαιρο παγκοσμίως ζήτημα του τρόπου διάρθρωσης και λειτουργίας της σύγχρονης ελληνικής οικονομίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εν πρώτοις, αφού ο συγγραφέας ευλόγως διερωτάται για το αν η ελληνική οικονομία αποτελεί ένα σύγχρονο οικονομικό παράδοξο στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι, στη συνέχεια επιτυγχάνει να αποτυπώσει κατά τρόπο περιεκτικό και σφαιρικό τους επιμέρους τομείς της ελληνικής οικονομίας. Ο συγγραφέας αναλύει επίσης με σαφήνεια το πρόβλημα της ανεργίας στην Ελλάδα και τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην απασχόληση. Τέλος, την προσοχή του συγγραφέα στο κεφάλαιο αυτό έλκει η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας από το χρόνο υλοποίησης των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων μέχρι το τελευταίο Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς 2007 – 2013 καθώς και το ζήτημα του εξωτερικού δανεισμού της χώρας και η εξέλιξη του δημοσίου χρέους. Κεντρική θέση στην ανάλυση που επιχειρείται καταλαμβάνει η προσφυγή της χώρας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Τέλος, θίγει την έννοια και το περιεχόμενο του «ευρύτερου δημοσίου τομέα» και τις προοπτικές αυτού υπό το πρίσμα των κρίσιμων ιστορικών στιγμών της εφαρμογής του Μνημονίου.
Το έκτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στον ρόλο που διαδραμάτισαν οι κρατικές επιχειρήσεις στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Συγχρόνως, υπό το πρίσμα της προστασίας του ανταγωνισμού σε ενωσιακό επίπεδο δίνονται ενδιαφέρουσες απαντήσεις μέσα από την παράθεση συγκεκριμένων περιπτώσεων μελέτης (π.χ. η περίπτωση της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης) σχετικά με το αν οι κρατικές επιχειρήσεις μπορούν να αποκτήσουν έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα στη δοκιμαζόμενη ελληνική οικονομία και συνάμα το μοντέλο τους να είναι αναπτυξιακό και σταθερό και το οποίο δεν θα έχει καμίαν απολύτως σχέση με αποτυχημένα πρότυπα λειτουργίας του παρελθόντος.
Το έβδομο κεφάλαιο αφορά ένα σύνθετο σημαντικό ζήτημα το οποίο συνοδεύει τη λειτουργία που επιτελεί η σύγχρονη ελληνική δημόσια διοίκηση, ήτοι αυτό του κράτους πρόνοιας και της προστασίας των πολιτών. Καταρχάς, ο συγγραφέας αναδεικνύει την υποχρέωση συμμόρφωσης της δημόσιας διοίκησης στις ακυρωτικές και καταψηφιστικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων ως μια σημαντική παράμετρο για την επίτευξη ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των πολιτών. Στη συνέχεια αναλύει τη συμβολή των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών στην προστασία των πολιτών, παρουσιάζοντας το πλαίσιο που διέπει την ειδικότερη φύση της Ανεξάρτητης Αρχής του Συνηγόρου του Πολίτη. Τέλος, ο συγγραφέας επιχειρεί να συνδυάσει την ανάπτυξη ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού κράτους πρόνοιας με την εισαγωγή των δράσεων της «Κοινωνικής Εταιρικής Ευθύνης» και της «Κοινωνίας των Πολιτών». Βεβαίως, η «Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη» εντάσσεται στη φιλοσοφία της ηθικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων ιδιαίτερα σε σχέση με το κοινωνικό σύνολο στο οποίο δραστηριοποιούνται, και εκφράζει ένα σύνολο δράσεων που οι επιχειρήσεις αναπτύσσουν στο πλαίσιο αντιμετώπισης κοινωνικών και περιβαλλοντικών ζητημάτων. Αντίστοιχα, η «Κοινωνία των Πολιτών» εκφράζει έναν ενδιάμεσο κοινωνικό χώρο μεταξύ κράτους και πολιτών, που αποτελείται από θεσμούς, ομάδες, οργανώσεις και έχει ως στόχο την προστασία των πολιτών τόσο από τον κρατικό αυταρχισμό όσο και από τον άκρατο ατομικισμό της αγοράς. Με αφετηρία την επίκληση των παραπάνω σύγχρονων φαινομένων στην ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας, διατυπώνονται ενδιαφέρουσες σκέψεις, οι οποίες, αν μη τι άλλο, δίνουν αφορμή για ανάπτυξη γόνιμου επιστημονικού διαλόγου.
Στο τελευταίο κεφάλαιο ο συγγραφέας αναλύει το θεσμικό σύστημα διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και τη διαδικασία ένταξης της Ελλάδας στον υπερεθνικό αυτό οργανισμό με επίκεντρο τον εξευρωπαϊσμό της ελληνικής δημόσιας διοίκησης. Τέλος, ο συγγραφέας επικεντρώνεται στις πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη στήριξη των επιχειρήσεων και περιγράφει την πορεία των ελληνικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο του ενωσιακού και παγκόσμιου ανταγωνιστικού περιβάλλοντος.