Ένα Μοντέλο Ανασυγκρότησης για την Περιφέρεια Θεσσαλίας

Δημοσίευση: Political.gr || Newspaper

Δρ Αντώνιος Καρβούνης, Προϊστάμενος του Αυτοτελούς Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σχέσεων του Υπουργείου Εσωτερικών, Διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Αντιπρόεδρος ΔΕΕ

Η Ομάδα Σχεδιασμού της Υποεπιτροπής Επιχειρησιακού Σχεδιασμού της Επιτροπής Μεταρρυθμίσεων για την Αντιμετώπιση Κρίσεων του Διοικητικού Επιμελητηρίου-Ομίλου Διοικητικών Επιστημόνων  (ΔΕΕ), αποτελούμενη από την Χριστίνα Μπαρμπαρούση, μεταδιδακτορική ερευνήτρια Περιφερειακής Ανάπτυξης στο ΕΚΠΑ, τον Γιώργο Ασπρίδη, καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, τον Κώστα Παπαδημητρίου, Πρόεδρο του ΔΕΕ, και τον Δημήτρη Πετρόπουλο, καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, δημοσίευσε πρόσφατε μελέτη με θέμα την ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας στην Επιθεώρηση Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, στοχεύοντας στην οργανωμένη διάθεση της γνώσης στην υπηρεσία της πληγείσας περιοχής, σύμφωνα με τους καταστατικούς σκοπούς του ΔΕΕ. Καταγράφοντας εδώ τα βασικότερα σημεία της μελέτης επισημαίνουμε ότι η Ομάδα σχεδίασε το κατάλληλο μοντέλο ανασυγκρότησης (Ενδογενές Μοντέλο Εδαφικής Διαπραγμάτευσης), προσφέροντας μια εναλλακτική προοπτική σχετικά με το πώς η τοπική κοινωνία της Θεσσαλίας μπορεί να αποφασίσει με δική της πρωτοβουλία την κατάλληλη στρατηγική ανασύνταξης που θα ακολουθήσει, αποκλείοντας τους εξωτερικούς παράγοντες, που θέτουν φραγμούς στην ανασυγκρότησή της.

Πράγματι, σημείο εκκίνησης της μελέτης είναι ότι η ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας απειλείται, επιβραδύνεται ή διακόπτεται εξαιτίας του προβληματικού πλαισίου διαχείρισης. Μετά το ακραίο καιρικό φαινόμενο με την κωδική ονομασία Daniel ο γεωμορφολογικός χάρτης της Περιφέρειας άλλαξε. Σύμφωνα με τη μελέτη, το μέγεθος των επιπτώσεων επηρεάστηκε από δύο παράγοντες. Πρώτον, από το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν προβλέπεται ένα επαρκές πλαίσιο σύνδεσης των πολιτικών για το διοικητικό, τον αναπτυξιακό και το χωρικό σχεδιασμό, μέρος του οποίου είναι και η ύπαρξη ενός συστήματος ανασυγκρότησης μετά από μια καταστροφή. Οι ανεπαρκείς συνέργειες δεν διαπερνούν το διοικητικό σύστημα. Επιπλέον, η Χώρα δεν ακολουθεί το εδαφικό πρότυπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), που συστήνει ότι στην τρέχουσα εθνική οικονομική ανάπτυξη των κρατών-μελών πρωταγωνιστούν οι τοπικές και οι περιφερειακές αρχές. Δεύτερον, από τη στρατηγική γεωγραφική θέση και τη σημαντική οικονομική συμβολή της Περιφέρειας Θεσσαλίας στο ρυθμό μεγέθυνσης και στο επίπεδο ανάπτυξης της Χώρας. Η γεωγραφική κεντρικότητα της Περιφέρειας λειτουργεί ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, που ευνοεί την ανάπτυξη των δικτύων μεταφορών και συνεργασίας σε τοπική και εθνική κλίμακα. Έχει ένα ικανό γεωγραφικό μέγεθος, γεωμορφολογία (ορεινοί όγκοι, μεγάλος κάμπος, ποτάμια, τεχνητές λίμνες, θάλασσα, νησιωτικό σύμπλεγμα) και κλιματολογικές συνθήκες, που ευνοούν την ποιοτική παραγωγή προϊόντων για τη διαμόρφωση μιας ισχυρής παραγωγικής βάσης, την εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού και την αξιοποίησή του συνδυαστικά με τον (αγρο)τουρισμό, καθιστώντας την μια εν δυνάμει ανθεκτική στις διαταραχές οικονομία (ΠΠΑ 2021–2025).

Σε αυτό το πλαίσιο, η μελέτη κατέληξε σε δύο διαπιστώσεις: Η πρώτη είναι ότι το σημαντικότερο πλεονέκτημα της Περιφέρειας, δηλ. ο αναπτυξιακός χαρακτήρας της, τα ιδιαίτερα φυσιογνωμικά στοιχεία του οποίου συνθέτουν ένα περιβάλλον υψηλής αναπτυξιακής δυναμικής, παραμένει αναξιοποίητο. Η δεύτερη είναι ότι ο σημαντικότερος παράγοντας για την ανασυγκρότηση και την ευημερία της είναι το έμψυχο δυναμικό της περιοχής. Ο χαμηλός βαθμός αξιοποίησης των δύο στοιχείων στην περιφερειακή κλίμακα σε συνδυασμό με την ανεπάρκεια σύμπλεξης των πολιτικών για το διοικητικό, τον αναπτυξιακό και το χωρικό σχεδιασμό στο εθνικό επίπεδο συνέβαλε στο μέγεθος των επιπτώσεων του φαινομένου. Παρόλο που οι ΟΤΑ έχουν ειδικό βάρος στη φροντίδα των οικείων υποθέσεων, στον κοινωνικό διάλογο ο ρόλος της Περιφέρειας, ως θεσμού και ως εδαφικής ενότητας, στην καλύτερη περίπτωση υποβαθμίζεται και στη χειρότερη δεν εξετάζεται καθόλου.

Όμως, κανένα συμβατικό σύστημα διαχείρισης δεν μπορεί από μόνο του να οδηγήσει στην ανασυγκρότησή της. Αντίθετα, η τοπική κοινωνία πρέπει να ηγηθεί και να διαμορφώσει τις δικές της συνθήκες, ώστε να αποφασίζει μόνη της για την ανάπτυξή της προκειμένου να υπερνικήσει την κοινωνική δυσπιστία, που την εμποδίζει να συνεργαστεί για να λάβει τις κατάλληλες αποφάσεις.

Συνδέστε μας με τα κοινωνικά δίκτυα: